- μάχητα
- και μάχιτα, ημάχη, έχθρα, διαμάχη2. αγωνία, βάσανο («να πάψει και τών δυο η μάχητά τους», κυπρ. ερωτ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχη, κατά τα θηλ. σε -ητα (πρβλ. άργ-ητα, κάκ-ητα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαχητά — μαχητά̱ , μαχητής fighter masc nom/voc/acc dual μαχητής fighter masc voc sg μαχητής fighter masc nom sg (epic) μαχητός to be fought with neut nom/voc/acc pl μαχητά̱ , μαχητός to be fought with fem nom/voc/acc dual μαχητά̱ , μαχητός to be fought… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητάς — μαχητά̱ς , μαχητής fighter masc acc pl μαχητά̱ς , μαχητής fighter masc nom sg (epic doric aeolic) μαχητά̱ς , μαχητός to be fought with fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχιτα — η βλ. μάχητα … Dictionary of Greek
τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… … Dictionary of Greek
αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… … Dictionary of Greek